Ο δικός μας Θάνος…*
της Ανδριάνας Κυπραίου
* Μία συνέντευξη του Θάνου Μικρούτσικου, τον Δεκέμβριο του 2005, την οποία ανασύραμε από την έντυπη σχολική εφημερίδα των Εκπαιδευτηρίων μας, «ΠΑΙΔΕΣ ΡΟΔΙΩΝ». Τη συνέντευξη είχε επιμεληθεί η Ανδριάνα Κυπραίου (https://gr.linkedin.com/in/andriana-kypraiou-19861a4b ), μαθήτρια τότε του σχολείου μας και νυν λογοθεραπεύτρια, δημοσιογράφος και συνιδιοκτήτρια του δημοσιογραφικού ιστολογίου https://rodosreport.gr/. Η καλή μας Ανδριάνα εκδήλωσε από νωρίς το δημοσιογραφικό της ταλέντο ως μαθήτρια, ούσα μέλος του Δημοσιογραφικού Ομίλου του σχολείου μας. Με την επιμονή της κατάφερε τελικά να ολοκληρώσει μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη από τον Θάνο Μικρούτσικο -παρά τα αρχικά εμπόδια-, την οποία αναδημοσιεύουμε έπειτα από 15 χρόνια, ως μια εκδήλωση σεβασμού και τιμής στον μεγάλο μας μουσικό.
Ήταν μια συνέντευξη που περιμέναμε με μεγάλη αγωνία. Είχαμε συζητήσει ώρες γι’ αυτό, ήμαστε στο στάδιο από νωρίς με κασετόφωνο, φωτογραφική, καινούργιες μπαταρίες, όλα έτοιμα για το πιο μεγάλο μας δημοσιογραφικό ταξίδι. Που δυστυχώς κατέληξε σ’ έναν μικρό Τιτανικό… Δεν καταφέραμε να τα πούμε από κοντά με τον κ. Θάνο Μικρούτσικο, όσο κι αν το επιδιώξαμε. Ευτυχώς, όμως, η τεχνολογία μάς έβγαλε από το αδιέξοδο, κι έτσι καταφέραμε να θέσουμε στον κ. Μικρούτσικο τα ερωτήματά μας. Τον ευχαριστούμε θερμά για το ενδιαφέρον που έδειξε και για τον χρόνο που αφιέρωσε σε μας.
1. Τι σας κέρδισε στα ποιήματα του Νίκου Καββαδία; Τι σας παρότρυνε να μελοποιήσετε αυτά τα ποιήματα;
Με την ποίηση και τους ποιητές ήρθα σε επαφή από τότε που ήμουνα μαθητής στο Δημοτικό. Πώς έγινε αυτό; Ο πατέρας μου με κρατούσε τα βράδια αγκαλιά και μου διάβαζε ποιήματα: Καρυωτάκη, Πολυδούρη, Μπάρα, Χατζόπουλο, Καββαδία, αλλά και Ρίτσο και Καβάφη. Έτσι, μεγαλώνοντας άρχισα να την περιέχω. Έγινε το δεύτερο θεμέλιο στη ζωή μου. Το πρώτο πάντα ήταν η μουσική, την οποία άρχισα σε ηλικία 4 ετών. Προσπάθησα να μελοποιήσω Καββαδία στα μέσα της δεκαετίας του ’60, λίγο πριν μπω στο Πανεπιστήμιο. Η απόπειρα όμως αυτή δεν ήταν επιτυχής. Το αποτέλεσμα, κάτω του μετρίου. Από το 1969 έως το 1977 είχα μελοποιήσει πολλούς ποιητές, Έλληνες και ξένους, και είχαν αρχίσει να εκδίδονται οι πρώτοι δίσκοι μου. Καρυωτάκης (1970 και 1972), Χικμέτ και Μπίρμαν (1975), Ρίτσος και Μαγιακόφσκι (1976) κλπ. Το 1977 μού έγινε η πρόταση να γράψω μουσική σε μια τηλεοπτική σειρά της τότε N.E.T. -ιδιαιτέρως ποιοτική για εκείνη την εποχή- που είχε ως θέμα της το ταξίδι, τη ζωή των ναυτικών, την περιπέτεια. Δέχθηκα και προχώρησα με δική μου πρωτοβουλία στη σύνθεση των πρώτων 7 τραγουδιών σε ποίηση Νίκου Καββαδία. Έτσι, έγινε η αρχή. Επρόκειτο περί παραγγελίας. Αλλά, στη μουσική και την τέχνη γενικότερα, ο συνθέτης, ο καλλιτέχνης, πολλές φορές πορεύεται μέσω παραγγελιών. Και τα καταφέρνει, αρκεί να είναι ο εαυτός του και να μην κάνει παζαρέματα και συμβιβασμούς.
2. Όταν αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μελοποίηση των ποιημάτων αυτού του μεγάλου ποιητή, δεν είχατε την απαιτούμενη στήριξη από τους γύρω σας, σας πρότειναν να μην προχωρήσετε. Αυτό δεν σας επηρέασε αρνητικά; Ή αντίθετα σας πείσμωσε περισσότερο στο να πετύχετε;
Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Το γενικό κλίμα της δεκαετίας του ‘70 ήταν θετικό σε ό,τι αφορούσε μελοποίηση ποιημάτων. Απλά, στην περίοδο της έκδοσης του δίσκου «Σταυρός του Νότου» διάφοροι παράγοντες της δισκογραφίας αλλά και οι σοβαρότεροι μουσικοκριτικοί εκείνης της εποχής (1979) έκαναν όλοι λάθος εκτίμηση για την αξία και τις δυνατότητες αυτής της εργασίας. Προσπαθώντας αργότερα να ερμηνεύσω τους λόγους που όλοι αυτοί έπεσαν τόσο έξω, κατέληξα στα εξής: σχεδόν όλοι οι περί τα φιλολογικά ασχολούμενοι δεν είχαν καλή εντύπωση για τον Νίκο Καββαδία ως ποιητή. Δεν είχαν καταλάβει την αξία του και την ουσία της ποιητικής του. Θεωρούσαν ότι ο Καββαδίας είναι απλά ποιητής της θάλασσας, ο στιχουργός που περιγράφει τη ζωή των ναυτικών. Αλλά δεν είναι έτσι. Δεν ήταν ποτέ έτσι. Ο Καββαδίας είναι ο ποιητής του ονείρου, ο ποιητής της μαγείας, του ταξιδιού. Ο ονειροπόλος ταξιδευτής που απογειώνεται και σε απογειώνει. Που σε απελευθερώνει από τη μίζερη πραγματικότητα. Ο ποιητής που γράφει «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία» δεν περιγράφει. Ονειρεύεται και σε παρακινεί να ζήσεις το όνειρό σου. Γι’ αυτό τον λατρεύει η νέα γενιά. Η δεύτερη αιτία της αποτυχίας των τότε κριτικών να μαντέψουν τι είχαν στα χέρια τους ήταν το γεγονός ότι δεν κατάλαβαν την μουσική. Η μουσική ξέφευγε από τα μέχρι τότε τυποποιημένα τραγούδια. Προσπαθούσε να αποκαλύψει τις κρυμμένες πλευρές των ποιημάτων και να συμβάλει άλλοτε διακριτικά κι άλλοτε δυναμικά στο κυνήγι του ονείρου. Τότε, η στάση όλων αυτών ίσως με είχε (δεν θυμάμαι καλά) στενοχωρήσει. Δεν είναι ωραίο όμως ότι έπεσαν έξω όλοι οι μεγαλοσχήμονες;
3. Έχουν γίνει δεκάδες προσπάθειες από πολλούς συναδέλφους σας, ώστε να μελοποιήσουν τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία, όμως δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Πώς νιώθετε που εσείς καταφέρατε να τα μελοποιήσετε και να περάσετε το νόημά τους στους Έλληνες;
Για να είμαστε δίκαιοι, αρκετοί συνθέτες έχουν γράψει σπουδαία τραγούδια σε στίχους ποιητών. Και στον Καββαδία κάποιοι μελοποίησαν σωστά, αλλά όχι ολοκληρωμένα. Τι να σας πω; Είμαι συγκινημένος και ευτυχισμένος που κάθε γενιά (η τρίτη κατά σειρά) βρίσκει στον «Σταυρό του Νότου» και στις «Γραμμές των Οριζόντων» ένα κομμάτι από τον εαυτό της. Τι άλλο μπορεί να θέλει ένας συνθέτης;
4. Με το έργο «Σταυρός του Νότου» έχετε κατάφερα να κάνετε τη νεολαία να σιγοτραγουδά τα μελοποιημένα από εσάς ποιήματα του Νίκου Καββαδία, σε μια εποχή που το κοινό βομβαρδίζεται από πολλές μουσικές επιλογές. Τι γνώμη έχετε γι’ αυτό;
Σας είπα και προηγουμένως ότι είμαι ευτυχισμένος που συμβαίνει αυτό. Και, κατά τα φαινόμενα, θα συμβαίνει και στο μέλλον. Είναι η δουλειά πολύ ισχυρή, τα κείμενα του Καββαδία μαγικά, η μουσική που συνεχώς εξελίσσεται, οι ερμηνείες των σπουδαίων τραγουδιστών Κούτρας, Παπακωνσταντίνου, Σαρρή, Κατσιμιχαίοι, Νταλάρας και σήμερα Κούτρας, Κότσιρας, Θηβαίος, Μαχαιρίτσας. Όλα αυτά που καθιστούν το έργο διαχρονικό και συνεχώς σύγχρονο, με αποτέλεσμα να ξεπερνά τον βομβαρδισμό της ευτέλειας που εκπέμπεται κυρίως από τις τηλεοράσεις και να αρμενίζει χωρίς φθορές -από τον χρόνο- στη θάλασσα των τραγουδιών μας.
5. Είχατε κάποιες φοβίες όταν ξεκινούσατε αυτό το έργο; Ποια συναισθήματα σάς κυριεύουν σε κάθε νέα σας δουλειά;
Δεν έχω ποτέ φοβίες στη δουλειά μου. Όποιος λειτουργεί φοβικά δεν πετυχαίνει ποτέ. Τρακ έχω, αλλά κυρίως σεβασμό στους ποιητές και στους στίχους που επιλέγω να μελοποιήσω. Γιατί όταν μελοποιείς, το ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΤΑΖΕΙ. Αλλά τα συναισθήματα στον συνθέτη είναι πολλά, όταν δημιουργεί. Απομονώνεται -δεν είναι ποτέ η καλύτερη παρέα!- αγριεύει, γλυκαίνει, ίπταται, γελάει· ενίοτε κλαίει, ανατριχιάζει, σκέφτεται, περπατάει χιλιόμετρα στο δωμάτιο, του εντυπώνεται και η παραμικρή λεπτομέρεια. Η μύγα που πετάει, ο καπνός από την πίπα που αργοσβήνει, το πράσινο φύλλο που γίνεται άσπρο από τον ήλιο, η βροχή που χτυπάει στα τζάμια. Και, όταν τελειώνει ευτυχισμένος, αδειάζει. Και αυτό αενάως συνεχίζεται. Μέχρι τέλους.
6. Είστε ένας συνθέτης που συνεχώς εμφανίζει νέες του δουλειές. Κάθε που αρχίζετε μια από τις δουλειές σας, σε τι κοινό στοχεύετε; Στη νεολαία ή σε αυτούς που έχουν μεγαλώσει με τα τραγούδια σας;
Ο πραγματικός συνθέτης κατ’ αρχήν δε στοχεύει σε κανένα κοινό. Στοχεύει στο να γράψει το έργο έτσι, όπως αυτός θέλει. Είναι μια μάχη η σύνθεση. Αυτός και το μουσικό χαρτί του ή αυτός και το πιάνο του. Κανένας άλλος δεν επιτρέπεται στο άβατον. Η ιστορία με το κοινό που ποτέ δεν εξαρτάται μόνο από τον συνθέτη -τόσοι και τόσοι μεσολαβούν ανάμεσα στο έργο και στο κοινό- ξεκινάει μετά το τέλος της σύνθεσης. Σε προσωπικό επίπεδο χαίρομαι να έχω ως κοινό μου τους συνειδητοποιημένους πολίτες, αδιαφορώντας για την ηλικία τους. Πάντοτε βεβαίως έχω στην καρδιά μου την κάθε φορά νέα γενιά. Αυτή, άλλωστε, είναι το μέλλον μας.
7. Ποια η γνώμη σας για τα μουσικά πρότυπα στα οποία «πατά» η σημερινή γενιά, η νεολαία; Τι θα συμβουλεύατε τους νέους σε ό,τι αφορά τη μουσική τους παιδεία;
Δυστυχώς, εδώ και 15 χρόνια η τηλεόραση εκπέμπει ευτέλεια και αθλιότητα. Και επειδή η Εικόνα είναι πανίσχυρη, δημιουργεί στη συντριπτική πλειοψηφία του κοινού -και των νέων ανθρώπων- συνήθειες και γούστο ευτελές. Από το πρωί έως το βράδυ εκπέμπεται εμπορευματοποιημένο τραγούδι, ευτελές, τυποποιημένο, με «ωραία» κορίτσια και αγόρια που τα βρίσκουν όλα ωραία σε αυτήν την κοινωνία και σε προτρέπουν να μπεις κι εσύ στο club, κυνηγώντας την προσωπική σου επιτυχία και ευτυχία και κυρίως το ΧΡΗΜΑ, που γίνεται έτσι η υπέρτατη αξία μακριά από τη γνώση, το πείραμα, τη δημιουργία. Στον αντίποδα βρίσκονται σημαντικά πρόσωπα του τραγουδιού. Παλιά και νέα. Ανακαλύψτε τα και δεν θα χάσετε. Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας αλλά και Μάνος Λοΐζος, Χρήστος Θηβαίος αλλά και Διονύσης Σαββόπουλος, Μαχαιρίτσας, Τσακνής, Πορτοκάλογλου αλλά και Μούτσης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Νίκος Ζούδιαρης, Μάλαμας, Παπακωνσταντίνου, Δεληβοριάς και άλλοι. Και βεβαίως, Μάνος Χατζιδάκις και Μίκης Θεοδωράκης. Αφεθείτε σε όλους αυτούς να σας ταξιδέψουν μακριά από το ευτελές και, όταν συναντηθούμε στο μέλλον, θα κλείσουμε τα μάτια και θα ονειρευτούμε όλοι μαζί γιατί, όπως λέει και ο τετράχρονος γιος μου, ο Στέργιος: «μπαμπά, όλοι για έναν κι ένας για όλους».
Ανδριάνα Κυπραίου