Ο μαθητής της Β’ Λυκείου των Εκπαιδευτηρίων μας Γιάννης Τσιγάρος επιμελήθηκε την ιστορία μιας λέξης με διαφορετική σημασία σε ενικό και πληθυντικό.
Η λέξη ψώνιο χρησιμοποιείται σήμερα στον πληθυντικό αριθμό (ψώνια) δηλώνοντας τα πράγματα που αγοράζει κάποιος. Στον ενικό αριθμό δηλώνει μεταφορικά τον αυτάρεσκο και φαντασμένο άνθρωπο αλλά και την παθολογική αδυναμία σε κάτι (π.χ. έχω ψώνιο με το ποδόσφαιρο).
Η ρίζα της λέξης προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, η σημερινή λέξη ψώνιο προέρχεται από τη λέξη της μεσαιωνικής ελληνικής «ψώνι», η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τη λέξη της ελληνιστικής κοινής «ὀψώνιον», μια σύνθετη λέξη από την ένωση των λέξεων «ὄψον», που σημαίνει τροφή, και «ὠνέομαι/ὠνοῦμαι», που σημαίνει αγοράζω. Από ‘δώ προέρχεται κι η λέξη «ώνια» (π.χ. ο φαντάρος έλαβε εντολή να πάει για ώνια), που χρησιμοποιείται στον στρατό για να δηλώσει τις προμήθειες, τα εφόδια.