Για τις αλλαγές που σχεδιάζονται και προωθούνται στην Παιδεία από την υπουργό Παιδείας κ. Κεραμέως, μίλησε στη «δημοκρατική» ο κ. Κυριάκος Κυριακούλης, γενικός διευθυντής των Εκπαιδευτηρίων «ΡΟΔΙΩΝ ΠΑΙΔΕΙΑ».
Όπως αναφέρει, «θεωρώ ότι οι περισσότερες από αυτές κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση», ενώ τονίζει πως «σε όλες τις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα τα προηγούμενα έτη, τα Εκπαιδευτήρια «ΡΟΔΙΩΝ ΠΑΙΔΕΙΑ» ήταν «έτοιμα από καιρό».
• Κύριε Κυριακούλη, η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως παρουσίασε μια σειρά από αλλαγές στην Παιδεία. Θα ήθελα το σχόλιό σας όσον αφορά αυτές τις αλλαγές.
Όλο και περισσότεροι, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, αντιλαμβάνονται τη βαθύτατη κρίση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Δεν είναι μόνο τα αποτελέσματα των διεθνών προγραμμάτων αξιολόγησης αλλά και οι διαπιστώσεις όλων όσοι σχετιζόμαστε με την εκπαιδευτική διαδικασία που επιτάσσουν την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών. Η νέα κυβέρνηση, μέσω της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, προτίθεται να πραγματοποιήσει κάποιες αλλαγές που αφορούν κυρίως στην προσθήκη νέων μαθημάτων, στη δομή του Λυκείου και στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θεωρώ ότι οι περισσότερες από αυτές κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση. Αν διατύπωνα ένα αντίλογο, αυτός θα σχετιζόταν με το ότι αυτές οι αλλαγές είναι σε μεγάλο βαθμό αποσπασματικές και επιδιώκουν να βελτιώσουν ορισμένες μόνο πτυχές του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Όμως, θεωρώ ότι είναι αναγκαία μια συνολική επανασχεδίαση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αφού οι παθογένειές του δεν περιορίζονται σε ορισμένες διαστάσεις του, αλλά απλώνονται σε όλο το εύρος του.
• Σας βρίσκουν σύμφωνο, η απόκτηση Εθνικού Απολυτηρίου, οι αλλαγές του ισχύοντος συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η ελάχιστη βάση εισαγωγής στα τριτοβάθμια ιδρύματα καθώς και η δυνατότητα, τα ιδρύματα να μπορούν να καθορίζουν βάση εισαγωγής υψηλότερη της ελάχιστης και να ορίζουν επίσης τον ετήσιο αριθμό των εισακτέων και γιατί;
Πολλές από τις παθογένειες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος μπορούν να αποδοθούν στο σύστημα των πανελλήνιων εξετάσεων. Αυτό επηρεάζει σημαντικά την εκπαιδευτική διαδικασία και τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών του Λυκείου, του Γυμνασίου αλλά ακόμα και του δημοτικού σχολείου. Είναι ανάγκη λοιπόν να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκομένων. Οι προτάσεις της Υπουργού, όπως σας έχω αναφέρει, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν επιμέρους προβλήματα που έχουν εντοπιστεί και σε γενικές γραμμές είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Όμως, είναι προφανές ότι υπάρχουν σημεία που θα πρέπει να μελετηθούν περαιτέρω. Για παράδειγμα, το αδιάβλητο της διαδικασίας που σχετίζεται με την αξιολόγηση των μαθητών και τη βαθμολόγηση των γραπτών τους στις δύο πρώτες τάξεις του Λυκείου καθώς και το γεγονός ότι θα εντατικοποιηθεί η φοίτηση στο Λύκειο και μάλιστα προς την κατεύθυνση της αποστήθισης μεγαλύτερου όγκου γνώσεων. Επίσης, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη συγκρότηση της Τράπεζας Θεμάτων, επειδή τα θέματα των εξετάσεων καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το τι θα διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί. Θεωρώ ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, ώστε τα θέματα να επιδιωχθεί να αξιολογούν όχι την απομνημόνευση πραγματολογικής γνώσης, αλλά την ουσιαστική κατανόηση και κυρίως τις γνωστικές ικανότητες των μαθητών. Εξυπακούεται βέβαια ότι θα χρειαστεί να γίνουν αλλαγές στο αναλυτικό πρόγραμμα, στη διδακτική διαδικασία που θα ακολουθείται στις σχολικές μονάδες και στο σύστημα υποστήριξης των εκπαιδευτικών (επιμόρφωση εκπαιδευτικών).
Σχετικά με τα ερωτήματά σας που αφορούν στη βάση εισαγωγής και τον αριθμό των εισακτέων, θεωρώ ότι θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η άποψη των Πανεπιστημίων, γιατί αυτά γνωρίζουν πολύ καλά τις γνωστικές απαιτήσεις των σπουδών που παρέχουν αλλά και τις δυνατότητες σε μέσα και σε έμψυχο υλικό που διαθέτουν.
Επιπρόσθετα, θα ήθελα να σας αναφέρω ότι προς τη θετική κατεύθυνση κινούνται και οι εξαγγελίες που έχουν γίνει και αφορούν στην εισαγωγή νέων μαθημάτων στα προγράμματα όλων των βαθμίδων (π.χ. επιχειρηματικότητα) αλλά και στην ενίσχυση της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης και της ψηφιακής εκπαίδευσης των μαθητών, δράσεις που ήδη εφαρμόζονται εδώ και αρκετά χρόνια σε επιλεγμένα ιδιωτικά σχολεία, ανάμεσα στα οποία και στα Εκπαιδευτήρια «ΡΟΔΙΩΝ ΠΑΙΔΕΙΑ».
• Πόσο εύκολα θα προσαρμοστεί το «ΡΟΔΙΩΝ ΠΑΙΔΕΙΑ» σε αυτές τις αλλαγές;
Σε όλες τις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα τα προηγούμενα έτη, τα Εκπαιδευτήρια «ΡΟΔΙΩΝ ΠΑΙΔΕΙΑ» ήταν «έτοιμα από καιρό». Το εμπλουτισμένο πρόγραμμα σπουδών που ήδη εφαρμόζεται και η διδακτική διαδικασία που ακολουθείται, παρέχουν δυνατότητες στους μαθητές να εμπλακούν με νέα γνωστικά αντικείμενα (νέες θεματικές ενότητες) και με ποικίλες δραστηριότητες μέσω των οποίων οι μαθητές όχι μόνο κατανοούν σε βάθος τη γνώση αλλά και αναπτύσσουν γνωστικές, κοινωνικές και ψηφιακές δεξιότητες.
Επιπρόσθετα, εδώ και αρκετά χρόνια οι μαθητές μας εμπλέκονται με κατάλληλα σχεδιασμένα σταθμισμένα τεστ που περιλαμβάνουν θέματα διαφορετικών γνωστικών απαιτήσεων και προϋποθέτουν ανεπτυγμένη αναλυτική και συνθετική σκέψη και κριτική θεώρηση.
Ειδικότερα, το πρόγραμμα των Εκπαιδευτηρίων «ΡΟΔΙΩΝ ΠΑΙΔΕΙΑ» για τους μαθητές των τάξεων του Λυκείου και ειδικότερα της Γ’ τάξης παρουσιάζει και τα ακόλουθα σημαντικά πλεονεκτήματα:
-Ουσιαστική αξιοποίηση των ωρών που ο μαθητής βρίσκεται στο σχολείο.
-Αποτελεσματική πρόσθετη διδακτική στήριξη από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν καθημερινά το μάθημα, αφού αυτοί γνωρίζουν τους μαθητές τους, τις δυνατότητές και τις αδυναμίες τους. Έτσι, μπορούν να επικεντρωθούν σ’ αυτά που πραγματικά οι μαθητές έχουν ανάγκη, καλύπτοντας με διδακτική αποτελεσματικότητα τους κοινούς διδακτικούς – μαθησιακούς στόχους.
-Δημιουργία ενός κλίματος εργασίας και συνεργασίας, μέσα από το μοναδικό αυτό συνδυασμό βασικού προγράμματος και πρόσθετης διδακτικής στήριξης.
-Εξοικονόμηση χρόνου στο σπίτι, ώστε ο μαθητής να επεξεργαστεί τις γνώσεις που οικοδόμησε στο σχολείο, να αυτενεργήσει και έτσι να αφομοιώσει απόλυτα την ύλη.
-Προσφορά στον μαθητή περισσότερων χρονικών περιθωρίων για μια ισορροπημένη κοινωνική ζωή.
• Υπάρχει και μία διάταξη με την οποία παρέχεται ευελιξία για την εισαγωγή παλαιών αποφοίτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι παλαιοί απόφοιτοι μπορούν να επιλέξουν είτε να είναι υποψήφιοι για το 10% των θέσεων χωρίς νέα εξέταση (όσοι δικαιούνται), είτε να συμμετάσχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις. Σε αυτήν τη δεύτερη περίπτωση, οι παλαιοί απόφοιτοι, για το 2020, έχουν τη διπλή εναλλακτική δυνατότητα· να επιλέξουν αν θα εξεταστούν με το σύστημα που ίσχυσε το 2019 ή αν θα εξεταστούν με το σύστημα του 2020. Θεωρώ ότι αυτές οι διατάξεις υπαγορεύτηκαν από τις αλλαγές στα εξεταζόμενα μαθήματα και στην ύλη και, ως εκ τούτου, τις κρίνω θετικά.
• Πώς κρίνετε τη δυνατότητα αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κρατών – μελών της Ε.Ε. και τρίτων χωρών;
Αναφορικά με την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κρατών – μελών της Ε.Ε. και τρίτων χωρών έχουν τεθεί ζητήματα συμβατότητας του ελληνικού δικαίου με τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη-μέλη από το ενωσιακό δίκαιο.
Ωστόσο, η κριτική μου επικεντρώνεται σε δύο ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με το ότι δεν υφίσταται καμία αξιολογική διαδικασία εγγραφής των σπουδαστών στα τμήματα των κολεγίων και παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων. Το δεύτερο και πιο σημαντικό είναι ότι συνήθως δεν υπάρχει αξιολόγηση του διδακτικού προσωπικού, της δομής και της πιστοποίησης των προγραμμάτων σπουδών τους. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη αρχή αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων, η οποία θα προσδιορίσει επαρκή κριτήρια που θα εξασφαλίζουν το επίπεδο επιστημονικών γνώσεων και δεξιοτήτων για την όποια επαγγελματική αναγνώριση.
Με αφορμή αυτή σας την ερώτηση, θα ήθελα για άλλη μια φορά να επισημάνω την άποψή μου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που η λειτουργία τους, αν είχε επιτραπεί, θα μπορούσε να αποτρέψει προβλήματα που έχουν ανακύψει με τα πτυχία των ονομαζόμενων κολλεγίων. Θεωρώ ότι τα δημόσια αγαθά δεν θα πρέπει να παράγονται αποκλειστικά από το κράτος. Μπορεί να παραχθούν και από ιδιώτες. Το ερώτημα που αναδύεται, λοιπόν, είναι όχι από ποιον φορέα, αλλά πώς μπορεί να διασφαλισθεί η άριστη ποιότητα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών πανεπιστημιακών σπουδών. Πιστεύω ότι και εδώ τη λύση δίνουν ανταγωνιστικές αγορές, που αναγκάζουν αυτούς που προσφέρουν τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των εκπαιδευόμενων. Η παρουσία καλά οργανωμένων ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα δημιουργήσει κίνητρα παραγωγικής δουλειάς και θα βελτιώσει το παραγόμενο ακαδημαϊκό έργο.