Ανησυχητικά είναι τα ευρήματα έρευνας που πραγματοποίησε το Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας Κρήτης (ΙΤΕ) σε 13.000 μαθητές, με φόντο τις διαδικτυακές τους συνήθειες.
Παιδιά Δημοτικού που ξενυχτούν παίζοντας σε κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές «games», παιδιά Γυμνασίου που σ’ ένα μεγάλο ποσοστό τους έχουν δεχθεί μέσω διαδικτύου παρενόχληση και ταυτόχρονα μια αδυναμία των γονέων να ελέγξουν τα παιδιά τους σε ό,τι αφορά την ασφαλή χρήση του διαδικτύου, προκύπτουν ως στοιχεία της έρευνας του ΙΤΕ σε 13.000 μαθητές, με φόντο τις διαδικτυακές τους συνήθειες, το πώς επηρεάζεται η ψυχολογία τους από τα κοινωνικά δίκτυα και το online gaming.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε υπό την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2019 σε δείγμα 13.000 μαθητών ηλικίας από 10-18 ετών σε περίπου 500 σχολεία των νομών Αττικής, Θεσσαλονίκης, Έβρου, Ιωαννίνων, Ηρακλείου και Δωδεκανήσου, φέροντας στην επιφάνεια ότι 2 στα 10 παιδιά Δημοτικού και 4 στα 10 παιδιά Γυμνασίου-Λυκείου δεν συζητούν με τους γονείς τους θέματα που άπτονται της ασφαλούς χρήσης του διαδικτύου, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό γονιών συνεχίζει να μη θέτει όρια ούτε στον χρόνο που δαπανούν τα παιδιά στο διαδίκτυο, ούτε στο περιεχόμενο που επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση.
Όπως προκύπτει μάλιστα από τις απαντήσεις των παιδιών, πολλοί γονείς δε γνωρίζουν καν τι κάνει το παιδί τους όταν βρίσκεται στο διαδίκτυο, την ώρα που το 30% των παιδιών Δημοτικού και το 60% των παιδιών Γυμνασίου-Λυκείου, θα διστάσει ή δε θα πει στους γονείς του αν κάτι του συμβεί και το αναστατώσει κατά τη διάρκεια ενός διαδικτυακού παιχνιδιού, κυρίως επειδή θεωρούν ότι οι γονείς δεν ασχολούνται, είτε επειδή φοβάται ότι θα του απαγορεύσουν να παίζει, είτε επειδή θεωρεί ότι οι γονείς δεν ξέρουν πώς να το βοηθήσουν.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Υπεύθυνος Γραμμής «Help Line Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου» Γιώργος Κορμάς: «Η έρευνα δείχνει για πρώτη φορά στη χώρα μας ότι 10% των παιδιών του Δημοτικού ξενυχτούν για να παίζουν games και 21% των εφήβων. Αυτό δείχνει ότι τα παιδιά δεν έχουν τον έλεγχο που θα έπρεπε. Επιπλέον, το 60% των παιδιών μπαίνουν στα κοινωνικά δίκτυα από το Δημοτικό και γύρω στο 94% των παιδιών μας στην εφηβεία είναι μέσα στα κοινωνικά δίκτυα. Ιδιαίτερη αξία θα ήθελα να δώσουμε στον ρόλο των γονέων, όπου δυστυχώς αποδυναμώνεται χρόνο με τον χρόνο. Βλέπουμε ότι το 40% των γονιών δεν έχουν μιλήσει καθόλου με τα παιδιά τους για το ασφαλές διαδίκτυο και φτάνει το 60% στα παιδιά του Γυμνασίου. Άρα, βλέπουμε ότι ο ρόλος του γονιού θα πρέπει να ενισχυθεί πολύ, καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι τα παιδιά σερφάρουν μόνα τους σε έναν χώρο που είναι φτιαγμένος για ενηλίκους».
Ένα από τα θέματα στο οποίο επικεντρώθηκε η έρευνα ήταν ο βαθμός επηρεασμού των παιδιών στα όσα βλέπουν στα κοινωνικά δίκτυα. Όπως προέκυψε, δύο στα δέκα παιδιά ηλικίας από 13-18 ετών ανησυχεί για τον αριθμό των «Like» που θα λάβει στο περιεχόμενο που ανεβάζει σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο, το 19% έχει προβεί σε διαγραφή φωτογραφίας που δεν έλαβε ικανοποιητικό αριθμό Like και το 28% χρησιμοποιεί συστηματικά φίλτρα στις φωτογραφίες που μοιράζεται.
Όσον αφορά τη χρήση των κοινωνικών δικτύων, το 59% των παιδιών δημοτικού και το 94% των παιδιών Γυμνασίου-Λυκείου έχει προφίλ σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο, ενώ η ενασχόληση με το YouTube είναι καθολική (95,5% στο Δημοτικό – 97% στο Γυμνάσιο-Λύκειο). Από τα παιδιά Δημοτικού που ασχολούνται με κοινωνικά δίκτυα, παρά το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται στην ηλικία τους, περίπου ένα στα τρία δεν έχει το προφίλ του ιδιωτικό, που σημαίνει ότι τις φωτογραφίες τους μπορούν να δουν όσοι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αίσθηση προκαλεί και το στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα και δείχνει ότι το 12% των παιδιών Δημοτικού και 24% των μεγαλύτερων παιδιών αποδέχεται αιτήματα φιλίας από αγνώστους, ενώ ένα στα δέκα παιδιά Δημοτικού και περίπου ένα στα τρία παιδιά Γυμνασίου-Λυκείου δηλώνει ότι έχει συναντηθεί με κάποιον που γνώρισε στο διαδίκτυο.
Το ίδιο ανησυχητική είναι και η διάσταση σε ό,τι αφορά τη διαδικτυακή παρενόχληση μέσω κοινωνικών δικτύων που έχει δεχτεί το 18% των παιδιών Δημοτικού και το 33% των παιδιών Γυμνασίου/Λυκείου, με ένα ποσοστό 3% των παιδιών Δημοτικού και 5% των μεγαλύτερων παιδιών να δηλώνει, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ότι έχει εκφοβιστεί πως θα δημοσιοποιηθούν πολύ προσωπικές φωτογραφίες του στο διαδίκτυο, ενώ το 13% των παιδιών Γυμνασίου-Λυκείου να δηλώνει ότι έχει μοιραστεί πολύ προσωπικές φωτογραφίες.
Σε ό,τι αφορά τα διαδικτυακά παιχνίδια, όπως προκύπτει από την έρευνα, ασχολείται το 67% των παιδιών Δημοτικού και το 61% των παιδιών Γυμνασίου-Λυκείου, ενώ περίπου ένα στα τρία παιδιά δημοτικού και ένα στα δύο παιδιά Γυμνασίου-Λυκείου παίζει με ανθρώπους που δεν γνωρίζει στην πραγματική ζωή και μάλιστα συνομιλεί μαζί τους (29% παιδιά Δημοτικού, 52% παιδιά Γυμνασίου-Λυκείου).
Σε ό,τι έχει να κάνει με το Online Gaming, περίπου ένα στα δέκα παιδιά όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων δηλώνει εθισμένο και ότι διασκεδάζει περισσότερο όταν παίζει παρά όταν περνά χρόνο με τους φίλους του, ενώ το 11% των παιδιών Δημοτικού και 21% των παιδιών Γυμνασίου-Λυκείου αργεί να κοιμηθεί το βράδυ εξαιτίας της ενασχόλησής του με διαδικτυακά παιχνίδια.
Το 42% των παιδιών στο Δημοτικό και το 31% των μεγαλύτερων παιδιών δεν γνωρίζει πώς να προστατεύει τις συσκευές του από ιούς ή κακόβουλο λογισμικό. Το 48% των παιδιών ηλικίας 10-12 ετών και το 32% των μεγαλύτερων παιδιών δεν γνωρίζει τα υπάρχοντα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιήσουν στην περίπτωση που κάτι ή κάποιος τα αναστατώσει διαδικτυακά.
«Ο κύριος στόχος υλοποίησης της έρευνας από το Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου του ΙΤΕ, ο οποίος και επετεύχθη, ήταν η αποτύπωση των διαδικτυακών συνηθειών των παιδιών και η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων που θα χρησιμοποιηθούν ως κατευθύνσεις στον σχεδιασμό της πολιτικής αφύπνισης και ενημέρωσης του Κέντρου προς τα παιδιά, τους γονείς αλλά και τους εκπαιδευτικούς. Σκοπός επίσης είναι η συγκεκριμένη έρευνα μαζί με εκείνη του 2018 να ενταχθεί σε μια γενικότερη μελέτη Κοόρτης (Cohort study) και να μελετηθούν οι μεταβολές αντιλήψεων και διαδικτυακών συνηθειών των μονάδων ανάλυσης σε βάθος χρόνου. Παράλληλα, καθώς πρόκειται (μαζί με την προηγούμενη) για τη μεγαλύτερη σε δείγμα έρευνα τέτοιου περιεχομένου σε επίπεδο επικράτειας μπορεί να αποτελέσει και εργαλείο σχεδιασμού πολιτικής από κέντρα λήψης αποφάσεων, όπως είναι το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων όσον αφορά στην ενημέρωση και την κατάρτιση των μαθητών για την ασφαλή χρήση του διαδικτύου. Σε κάθε περίπτωση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της εκπαιδευτικής κοινότητας, καθώς μέσα από την έρευνα αναδεικνύονται οι στρεβλές συνήθειες των παιδιών κατά τη χρήση του διαδικτύου, που μπορεί να τα οδηγήσουν σε δύσκολες ή ακόμα και επικίνδυνες καταστάσεις» συμπλήρωσε ο κ. Κορμάς.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ
Αθήνα, Ελλάδα