Η σχέση της λέξης «βοηθός» με την… ταχύτητα!
Επιμέλεια: Αλέξανδρος Κατσαράς, Φιλόλογος
Το ρήμα βοηθώ σημαίνει «έρχομαι να ενισχύσω, να υποστηρίξω κάποιον για να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση». Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη με α’ συνθετικό τη λέξη βοή και β’ συνθετικό το ρήμα θέω (=τρέχω) . Ουσιαστικά λοιπόν, ο βοηθός είναι αυτός που σπεύδει για υποστήριξη, που τρέχει μόλις ακούσει τη βοή, δηλαδή την κραυγή κάποιου που βρίσκεται σε δύσκολη θέση.